Γκρεμοί και ρέματα

καταρράχτης

 

Επίμονο νερό.

Είναι χουφτωμένο από πέτρινα πλοκάμια.

Δικό τους.

Απελπιστικά δικό τους

και κρύο.

Οσο τα γδέρνει,

κοχλάζει από πόνο.

Οσο τα μαλακώνει,

διαλύεται.

Από τον ουρανό χαμηλώνει στο χώμα.

Από τα πουλιά, στα σκουλήκια.

Ο χρόνος κατεβάζει τα ρέμματα

πιο άγρια.

σαν το μαχαίρι

όταν φλουδάει το πορτοκάλι.

 

Μπερδεμένες σταλαματιές

ζωγραφίζουν.

Για μιά μέρα.

Γιά ένα πέρασμα.

Για το ξεραμένο φύλλο, που έπεσε

πάνω στη μυρμηγκοφωλιά.

Κάτω από των δέντρων τα πειράγματα

φωληά ερωτευμένων

κουβαριάζεται στα πολύχρωμα.

 

Η δροσούλα χαράζει το μάγουλο

σε ημισφαίρια.

Δε μπορεί κανείς να τα μετρήσει.

Λείπει ο πρώτος αριθμός.

Λείπει η φωνή.

Ενα χαμόγελο συγκατάβασης.

Οι σκιές άλλάζουνε ρόλους

-υποκριτές αρχαίας τραγωδίας.

Βαρέθηκαν τη ρουτίνα του ίδιου.

Του αναλοίωτου

 

Δε φάνηκε ούτ’  ένας δασοφύλακας.

Κι όμως, έγινε κατολίσθηση!

Οι πέτρες αλλάξανε τα σπίτια της κοιλάδας,

να φαίνονται διώροφα,

για να μη πλήττει ο ήλιος.

Βρέθηκε ένα φτερό περιστεριού

μέρα, καταμεσήμερο.

Το πήρανε οι αγέρηδες για πέννα,

να γράψουνε τις λεπτομέρειες

στην ιστορία των ανθρώπων

 

Πάνω στη πέτρα

ξεχάστηκε το σακκουλάκι με τ’ αμύγδαλα

τα ξεπλυμμένα απ’ τη βροχή

του φθινοπωριάτικου σύννεφου.

 

Κι ήταν όλα ήσυχα.

Τόσο ήσυχα,

που τα χελιδόνια τρελλάθηκαν.

Εικονικές ζωές της φύσης ακίνητες.

Παγομένες να προσδοκούν.

Περιμένουν, περίμεναν…

Δεν είχε σημασία τι.

Δεν είχε σημασία πότε.

Αρκεί που θαρχόταν!

Ετσι, μόνο για να δουν

την άφιξή του.

Μόνο για μιά ανάσα παραπάνω,

όπως οι γιόγκι του Θιβέτ

τροφοδοτούν τη μοναξιά τους:

μιά εισπνοή…

μιά εκπνοή…

κάθε δεκαέξι δευτερόλεπτα.

Ξεθωριασμένοι απ’ την τριβή τους

με την επιθυμιά.

 

 

Τι γεμάτες, τι αλόγιστες

αυτές οι προσμονές!

Πίσω από τον θάμνο με τα κούμαρα,

πάνω σε σάπιους

απ’ το ξέραμα κορμούς!

Κι ήταν όλα ήσυχα,

τόσο ήσυχα,

που τα χελιδόνια τρελλάθηκαν.

Αν ήταν περισσότεροι οι ήλιοι

ή σβύναν σ’ ένα βράδυ όλα τ άστρα

ίσως δεν πείραζε τον κόσμο.

Δεν τα σχεδίασαν.

Δεν τα φαντάστηκαν.

Δεν τα πεθύμησαν.

Φύλλα, νερά, αρωματίσματα από χώμα,

ακουαρέλλες του Θεού για τον Άνθρωπο

About Αθηνά Αλεξοπούλου Παππά

Φιλόλογος, ζωγράφος, αγιογράφος
This entry was posted in προσωπική ποίηση. Bookmark the permalink.

σχολιάστε